- βλαχόκαλτσα
- η1. χοντρή, μάλλινη κάλτσα που φορούν οι βλάχοι2. άξεστος χωριάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλαχόκαλτσα — η 1. κάλτσα βλάχου, πλεγμένη από χοντρό μαλλί. 2. μτφ., άνθρωπος αγροίκος, άξεστος: Τι περιμένεις απ αυτή τη βλαχόκαλτσα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)